Fractured Figure: Έργα από τη Συλλογή του Δάκη Ιωάννου | ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΑΚΙΡΙΔΟΥ

Body: 

english


Jeff Koons, Moon, 1994-2000  |
Maurizio Cattelan, Ave Maria, 2007

Η τέχνη του 20ου αιώνα χαρακτηρίστηκε από τη συστηματική αποδόμηση της ανθρώπινης μορφής και από την βαθμιαία παραδοχή της ευπάθειάς της. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της μεταμοντέρνας αισθητικής του ατελούς, κατακερματισμένου και εύθραυστου υλικού, η τέχνη προχώρησε, θα λέγαμε, στον πλήρη εξοβελισμό της «εξιδανικευμένης» πραγματικότητας, στην προσπάθειά της να αποτυπώσει το γενικότερο αίσθημα αμφισβήτησης, ανασφάλειας και πεσιμισμού.

Σε μια ιδιότυπα απαισιόδοξη προσέγγιση αυτής της πραγματικότητας επικεντρώνεται η τελευταία διοργάνωση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, με τίτλο Fractured Figure- Έργα από τη Συλλογή Δάκη Ιωάννου. Στην έκθεση παρουσιάζονται μια σειρά από έργα της συλλογής του Δάκη Ιωάννου, τα περισσότερα γνωστά από παλιότερες εκθέσεις του Ιδρύματος, καθώς και αρκετά νέα έργα, που πραγματεύονται την ανθρώπινη μορφή και τη σχέση της με τον κόσμο, μέσα στο κλίμα της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και αισθητικής κρίσης που διαδέχθηκε την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και τον πόλεμο στο Ιράκ. Όπως επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης Jeffrey Deitch : «Αν κάθε περίοδος στην ιστορία της τέχνης μπορεί να χαρακτηριστεί από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την αναπαράσταση, που με τη σειρά του αντικατοπτρίζει την εκάστοτε κυρίαρχη αντίληψη περί ανθρώπινης μοίρας, η Fracture Figure είναι η έκφραση ενός σύγχρονου αισθήματος πολιτισμικής δυσφορίας, μιας κατάστασης απογοήτευσης και άγχους, του αντίθετου της ευφορίας».

Στο παρόν κείμενο επιχειρείται μια «εικονική» ξενάγηση στις αίθουσες του ιδρύματος, προκειμένου να αποκτήσει ο αναγνώστης μια ιδέα για τη φιλοσοφία της έκθεσης αλλά και γενικότερα για τις όψεις της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας. Αναπόσπαστο κομμάτι της έκθεσης αποτελεί και η ίδια η είσοδος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, η οποία διαμορφώθηκε σε μια ξύλινη κατασκευή-κιβώτιο, ίδιο με αυτό που μεταφέρουμε τα έργα τέχνης. Η επιλογή αυτή δεν είναι ασφαλώς τυχαία ∙προδιαθέτει τον επισκέπτη για το πολύτιμο και συνάμα εύθραυστο χαρακτήρα των έργων που θα συναντήσει, ενώ ταυτόχρονα βάζει και τον ίδιο, έστω στιγμιαία, στη θέση του έργου τέχνης.

Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης είναι το έργο «Chocolate Mountains» του Τerence Koh, βασισμένο στην ιδέα των Δίδυμων Πύργων και της συνακόλουθης πολιτικής και οικονομικής ρευστότητας που επέφερε η πτώση τους. Στον ίδιο χώρο το torso της Ashley Bickerton αποδίδει την αίσθηση της παραμορφωμένης, ακρωτηριασμένης και αλλόκοτα γκροτέσκο φιγούρας, ενώ το ασημένιο «Φεγγάρι» του Jeff Koons-μια μεταλλιζέ επιφάνεια σαν τεράστια τσιχλόφουσκα, η οποία είναι κολλημένη στον τοίχο και αντανακλά τον περιβάλλοντα χώρο- καθιστά και τον ίδιο τον θεατή θύμα «παρακολούθησης», «αστυνόμευσης» από κάποιο μεγάλο μάτι. Το φεγγάρι από σύμβολο των ρομαντικών ποιητών μετατρέπεται σε απειλητικό καθρέφτη, που αντανακλά την πραγματικότητα που συνέλαβε προφητικά ο Τζωρτζ Όργουελ στο 1984: «…έναν κόσμο φτιαγμένο από ατσάλι και τσιμέντο, από αποκρουστικά μηχανήματα και τρομακτικά όπλα- ένα έθνος πολεμιστών και φανατισμένων, που βαδίζει προς τα εμπρός σε τέλεια ενότητα, έχοντας όλοι τις ίδιες σκέψεις, φωνάζοντας τα ίδια συνθήματα, δουλεύοντας, πολεμώντας, θριαμβεύοντας, διώκοντας αδιάκοπα- τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων με το ίδιο πρόσωπο».


Jean Michel Basquiat,
Peter & the Wolf, 1985 / P. Althamer, Study from Nature, 1991 | Andro Wekua, Get out of my  room, 2006 | Maurizio Cattelan, Self Portrait

Στο κέντρο της επόμενης αίθουσας δεσπόζει η επιβλητική μορφή του «Γίγαντα» του David Altmejd, η στάση του οποίου θυμίζει τον David του Μιχαήλ Αγγέλου. Πλησιάζοντας ωστόσο ο επισκέπτης, διαπιστώνει πως η ρωμαλέα αυτή φιγούρα αποτελεί εστία παρασίτων που σιγοτρώνε τη σάρκα και απειλούν την υπόστασή του. Τα υλικά του έργου επιτείνουν την αίσθηση της φθοράς και της προσωρινότητας: αφρός, ρητίνη, μπογιά, ψεύτικες τρίχες, ξύλο, γυαλί, διακοσμητικά βελανίδια και ταριχευμένοι σκίουροι. Σε διάλογο με τον γίγαντα του Altmejd βρίσκεται το έργο του Urs Fischer «What if the phone rings». Mια γυμνή, καθισμένη και με χαμηλωμένο το κεφάλι γυναίκα μοιάζει να αποστρέφεται τον κόσμο και να αδιαφορεί για ό, τι θα μπορούσε να της συμβεί. Η κέρινη υπόστασή της την καθιστά ευάλωτη, καθώς το άναμμα του φυτιλιού στην κορυφή του κεφαλιού της θα σήμαινε την ολοκληρωτική της διάλυση. H Natalie Djurberg στα video-animation της «Tiger Licking girl’s butt» και «Τhe Necessity of Loss» ερευνά τις σεξουαλικές διαστροφές και τις σαδιστικές συμπεριφορές που απορρέουν από την τρωτή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Στο πρώτο μια όμορφη νεαρή γυναίκα σκουπίζεται μετά το μπάνιο της , ενώ ένας τίγρης της γλείφει τα οπίσθια και ερωτοτροπεί προκλητικά μαζί της. Διστακτικά και ενοχικά στην αρχή, παραδίνεται τελικά στα ορμέμφυτά της, ξαπλώνοντας με τον τίγρη στο κρεβάτι. Το ζωώδες ένστικτο επικράτησε της λογικής. Στο δεύτερο βίντεο τίθεται το ζήτημα της γυναικείας επιθετικότητας στο σεξουαλικό τομέα, που μπορεί να αποκτήσει ακραίες διαστάσεις. Ένας διανοούμενος άνδρας με περικεφαλαία ενδίδει στις προκλήσεις μιας νεαρής γυναίκας που τον πολιορκεί επίμονα. Όσο πιο έντονο γίνεται το ερωτικό παιχνίδι, τόσο ο ίδιος αισθάνεται απειλούμενος και απελπισμένος. Αυτοευνουχίζεται: κόβει το ένα του χέρι, έπειτα τα πόδια του για να αυτοκαρατομηθεί στη συνέχεια, αχρηστεύοντας τη σεξουαλική του υπόσταση. Αναπάντεχα η γυναίκα, αφού αναρωτιέται τι θα γίνει που απέμεινε μόνο με ένα κεφάλι, έρχεται σε σεξουαλική επαφή με την μύτη του νεκρού κεφαλιού. Το ζωώδες ένστικτο επικράτησε και πάλι.

Στον ίδιο χώρο ,στην εγκατάσταση του Urs Fischer «Bread House» η κατακερματισμένη ανθρώπινη παρουσία απλώς υπονοείται δια της απουσίας της. Θυμίζοντας την ιστορία του Χανς και της Γκρέτελ, πρόκειται για ένα σπίτι κατασκευασμένο από καρβέλια, που ενώ δίνει από μακριά την εντύπωση του συμπαγούς και ασφαλούς καταφυγίου, πλησιάζοντας, διαπιστώνει κανείς την ευθραυστότητά του: το πέρασμα του χρόνου οδηγεί στην βαθμιαία δημιουργία μικροοργανισμών στη ζύμη, καθιστώντας την παραμονή στο οίκημα ενοχλητική, αν όχι επικίνδυνη. Στην είσοδο του σπιτιού συναντούμε το έργο του Paul McCarthy Pig, ένα υβρίδιο, με σώμα γουρουνιού και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, το οποίο έχοντας ικανοποιήσει-προφανώς-τις αδηφάγες ορέξεις του ξαπλώνει επιδεικτικά, με μια έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπό του. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο τέλος της αίθουσας, ο Tim Hawkinson με το έργο του «Penitent» παίζει ένα περίεργο παιχνίδι με τον επισκέπτη. Έχει εκθέσει έναν μηχανοκίνητο σκελετό από κόκκαλα για σκύλους, που ενεργοποιείται με τον εντοπισμό της ανθρώπινης παρουσίας. Ο «ζητιάνος» μοιάζει να παρακαλά γονυπετής, θα λέγαμε, όχι τόσο για την σωτηρία του όσο για την ολική καταστροφή του.

Το πέρασμα στα έργα του επάνω ορόφου πραγματοποιείται στο κλιμακοστάσιο του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ με την εγκατάσταση του Maurizio Cattelan «Ave Maria». Τρία ασώματα χέρια εκτείνονται από τον τοίχο σε ένα είδος φασιστικού χαιρετισμού, αντανακλώντας μια αίσθηση ανησυχίας για την υπονόμευση της προσωπικής και πολιτικής ελευθερίας.
Απηχήσεις της αφροαμερικάνικης αλλά και της ποπ αισθητικής καθώς και της street art της δεκαετίας του 1980 συναντούμε στο έργο του Jean Michel Basquiat . Θραύσματα από σύμβολα της αφρικανικής κουλτούρας καθώς και εικόνες του υποσυνείδητου, εκτελεσμένα με χαρακτηριστική αδρότητα, πλαισιώνουν τις κεντρικές μορφές από το ομώνυμο παραμύθι ο Πέτρος κι Λύκος. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί η διαλεκτική λογική μεταξύ των έργων της έκθεσης η στάση του σώματος του πρωτόγονου άνδρα του Pawel Althamer έρχεται σε διάλογο με τον πίνακα του Basquiat. H εσκεμμένα ατελής, διερρηγμένη απόδοση των μορφών μαρτυρά την ανάγκη δύο εξωευρωπαίων καλλιτεχνών να καυτηριάσουν την προκατάληψη των δυτικών κοινωνούν απέναντι στη φυλετική διαφορετικότητα. Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το «Black Market» του ίδιου καλλιτέχνη ο οποίος παρουσιάζει μια προσομοίωση ενός γλυπτικού εργαστηρίου, τα αντικείμενα και οι μορφές του οποίου είναι μελανά: τα ξύλα, τα μαχαίρια, τα αγάλματα, το ποτήρι, το κατσαβίδι, τα κούτσουρα. Είναι προφανές το σχόλιο του καλλιτέχνη απέναντι στην κατακερματισμένη πραγματικότητα των μεταναστών, που διατηρούν την κουλτούρα τους, ενώ προσπαθούν να ενσωματωθούν στη ζωή της χώρας που τους φιλοξενεί.

Καθώς βαδίζει κανείς στην εγκατάσταση «Get out of my room» του Andro Wekua, αισθάνεται σα να παρεισφρέει στο όνειρο της ερμαφρόδιτης μορφής, που ονειροπολεί με τα πόδια της ανεβασμένα στο τραπέζι, ενώ οι τοίχοι του δωματίου πλαισιώνονται από κάδρα με εικόνες από το υλικό των ονείρων της μορφής. Από τα πιο ενδιαφέροντα έργα της έκθεσης, το «This is propaganda» του Tino Sehgal, προσθέτει μια επιπλέον πτυχή της σύγχρονης «αναπαράστασης», χρησιμοποιώντας πραγματικούς ανθρώπους σαν «ζωντανά γλυπτά». Ένας εκπαιδευμένος performer, ντυμένος σαν προσωπικό ασφαλείας, αιφνιδιάζει τον επισκέπτη τραγουδώντας-σε υψηλές νότες-τον τίτλο του έργου, υπονομεύοντας, κατά κάποιον τρόπο, την ίδια την ύπαρξή του ως έργο τέχνης. Στην ίδια αίθουσα η εγκατάσταση του Maurizio Catellan συνιστά, θα λέγαμε, την μορφοποίηση της προπαγάνδας: το κέρινο ομοίωμα του καλλιτέχνη ξεπροβάλει από το πάτωμα, κρυφοκοιτάζοντας στο δωμάτιο ενός συλλέκτη, για να «επαληθεύσει» την αξία του στο χρηματιστήριο της σύγχρονης τέχνης.

Είναι γνωστό πως ο Paul MacCarthy αντλεί συχνά υλικό από εικόνες των Μ.Μ.Ε. ασκώντας κριτική στην αδηφάγο καταναλωτική κοινωνία, που τρέφεται από σκάνδαλα και ευδοκιμεί στην παρακμή. Το έργο του «Paula Jones» δανείζεται τον τίτλο του από τη διάσημη ερωμένη του Αμερικανού πρώην προέδρου Κλίντον. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί ένα συνονθύλευμα από παραμορφωμένα, ημι-ανθρώπινα και ημι-γουρουνίσια πλάσματα στο χρώμα της ωμής σάρκας, τοποθετώντας τα πάνω σε μια σκηνή-βάθρο και δίνοντάς τους τα δικά τους «δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας». Οι αλλόκοτα παραμορφωμένες μορφές τους σε συνδυασμό με τις άσεμνες χειρονομίες τους παραπέμπουν ίσως «τόσο σε μια νέα αισθητική προσέγγιση όσο και σε ένα νέο και προκλητικό είδος κοινωνικής προσωπογραφίας».

Ο Tim Noble και η Sue Webster ερευνούν τις «τοξικές» επιδράσεις της καταναλωτικής κουλτούρας, μεταμορφώνοντας κάθε λογής σκουπίδια και πεταμένα υλικά σε ευφάνταστες και οπτικά ελκυστικές γλυπτικές εγκαταστάσεις. Το «Dead white trash (with gulls)» αποτελείται από έναν σωρό σκουπιδιών (καθώς και δύο νεκρούς γλάρους), που οι καλλιτέχνες μάζευαν επί 6 μήνες. Με τον κατάλληλο φωτισμό ο σωρός από τα σκουπίδια δημιουργεί στον απέναντι τοίχο τις σκιές ενός ζευγαριού, που χαλαρώνει πίνοντας και καπνίζοντας. Αγγίζοντας την ψευδαίσθηση προς στιγμή πιστεύουμε σε αυτήν την ψευδή εικόνα, αγνοώντας πως αν σβήσει το φως, αυτό που θα απομείνει είναι μονάχα ο σωρός των σκουπιδιών.

Μπαίνοντας ο επισκέπτης στην αίθουσα του επάνω ορόφου, έρχεται αντιμέτωπος με μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η εγκατάσταση του Poka Yio δομείται από τα κάγκελα μιας φυλακής, πάνω στα οποία ο καλλιτέχνης έχει καρφώσει το ομοίωμα του κεφαλιού του. Στο ίδιο δωμάτιο βρίσκεται το έργο του Urs Fischer «Death of a moment, birth of a moment» μια τεχνικά περίπλοκη εγκατάσταση με έναν καθρέπτη κατά μήκος του τοίχου, που κινείται σαν κύμα και μεταβάλλει συνεχώς την οπτική του χώρου. Το αίσθημα της ανασφάλειας δημιουργείται τη στιγμή ακριβώς που ο επισκέπτης συνειδητοποιήσει πως στην αντανάκλαση του καθρέφτη βλέπει το είδωλό του, εγκλωβισμένο μέσα στα κάγκελα της φυλακής.


Paul McCarthy, Paula Jones, 2007  |
T. Noble, S.Webster, Dead white trash 1998 | Poka Yio, Decapitated, 2008

ΔΕΣΤΕ / Έκθεση FRACTURED FIGURE / Έργα από τη Συλλογή Δάκη Ιωάννου / 5 Σεπτεμβρίου 2007 - 31 Ιουλίου 2008

Οι εικόνες του παρόντος άρθρου δημοσιεύονται με την άδεια του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ