english français
Ο Richard Avedon είναι ένας από τους πρωτοπόρους της φωτογραφίας τον 20ο αιώνα. Το ενδιαφέρον του για διάφορα είδη και οι καινοτοµίες που εισήγαγε χαρακτηρίζουν το εφευρετικό του πνεύµα. Είναι το παράδειγµα καλλιτέχνη που συνδυάζει την εµπορική του δουλειά µε το προσωπικό του έργο, χωρίς να υποκύπτει σε παραχωρήσεις. Εκτός από τη φωτογραφία της µόδας και τα πορτρέτα διάσηµων ανθρώπων, ο Avedon ασχολήθηκε µε την αναπαράσταση της καθηµερινής ζωής και την αποδόµηση των στερεοτύπων που τη χαρακτηρίζουν, αποκαλύπτοντας παράλληλα την πολιτική του ταυτότητα.
Το Μάρτιο του 1979, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο που τον οδήγησε στην αµερικανική δύση προκειµένου να συλλάβει τη ζωή αυτής της µυθικής περιοχής, της οποίας η εικόνα συνδέεται µε τα western και τις λαϊκές παραδόσεις. Το σχέδιο διήρκησε έξι χρόνια και κατέληξε στην έκδοση του βιβλίου «In the American West» και στην οµώνυµη έκθεση στο Amon Carter Museum1. Η πρόθεσή του ήταν να δηµιουργήσει ντοκουµέντα του τρόπου ζωής στη δύση µέσω της παρουσίασης της ζωής απλών εργατών, µένοντας µακριά από γραφικές και επιτηδευµένες αναπαραστάσεις.
∆εν ήταν η πρώτη φορά που κατέγραφε την καθηµερινή ζωή και άτοµα που δεν ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Είχε πάει στη Σαϊγκόν το Μάιο του 1971 και είχε αποτυπώσει την κατάσταση στο Βιετνάµ, θεωρώντας την αναπόσπαστο τµήµα της αµερικανικής ιστορίας. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «βρέθηκα σε αυτά τα µέρη για να φωτογραφήσω όλους όσους υπέφεραν από τον πόλεµο στο Βιετνάµ και ότι η κατάσταση εδώ είναι προέκταση της αρρώστιας που υπάρχει στις Ηνωµένες Πολιτείες2». Σε αυτό το σηµείο της καριέρας του, η δουλειά του προσέγγισε το φωτογραφικό ρεπορτάζ. Η αποστολή στο Βιετνάµ είχε ως αποτέλεσµα φωτογραφικά πορτρέτα θυµάτων των βοµβών ναπάλµ. Τα παραµορφωµένα τους πρόσωπα και σώµατα είναι η απόδειξη της φρίκης του πολέµου. Μέσω των φωτογραφιών του ήθελε να ασκήσει πίεση στην πολιτική των Ηνωµένων Πολιτειών και να καταδικάσει ό,τι είχαν ήδη διαπράξει οι συµπατριώτες του.
Υποστηριζόµενος από το Amon Carter Museum στο Forth Worth του Texas κατευθύνθηκε στη ∆ύση µε σκοπό να συλλάβει φωτογραφίες-ντοκουµέντα της ζωής σε αυτήν την περιοχή. Επικεντρώθηκε σε συγκεκριµένες δραστηριότητες όπως η κτηνοτροφία, η δουλεία σε ορυχεία, η εκµετάλλευση πετρελαιοειδών, οι σφαγές ζώων, η περισυλλογή ερπετών. Για αυτό το σχέδιο συνάντησε γύρω στα 600 άτοµα, αναζητώντας τα πρόσωπα που θα µπορούσαν να εκφράσουν τα συναισθήµατα και τις σκέψεις του για την αµερικανική δύση. Φωτογράφισε περιπλανώµενους, φυλακισµένους, cowboys του ροντέο, εργαζόµενους στο τσίρκο, ανθρώπους που ενσάρκωναν το όραµά του για την πραγµατική ταυτότητα της περιοχής.
Οι φωτογραφίες αποτελούν µία µεγάλη διήγηση που κυµαίνεται από την κοµψότητα στην αγριότητα και από την υποκειµενική αναπαράσταση στην ενδότερη µελαγχολία του περιπλανώµενου, καθώς ήθελε να προσφέρει µία νέα εκδοχή της αµερικανικής δύσης, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε ανώνυµους ανθρώπους, οι οποίοι κατά περίεργο τρόπο γίνονται οικείοι και αντιπροσωπευτικοί της αµερικανικής κουλτούρας. Οι άνθρωποι αυτοί έφταναν σε ένα επίπεδο σπουδαιότητας και εκκεντρικότητας παρόµοιο µε αυτό των διάσηµων µοντέλων. Επιπλέον, στις φωτογραφίες του αντιλαµβανόµαστε την προτίµησή του για τα γραφιστικά στοιχεία. Χάρη στο φωτισµό, επεδίωξε να αποµακρύνει τα πλαστικά εφέ και την αίσθηση της τρίτης διάστασης και να δώσει µία γραφιστική δύναµη µε την επιβολή του λευκού φόντου.
Οι φωτογραφίες του, αν και ανήκουν στο είδος του φωτορεπορτάζ, δείχνουν παράλληλα την επιλογή του για τις σκηνοθετηµένες λήψεις. Εργατικές φόρµες, λερωµένα πρόσωπα, σωµατικές παραµορφώσεις εξυπηρετούν τους σκοπούς του. Η φωτογραφία του µελισσοκόµου Roland Fischer το 1981, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα του τρόπου µε τον οποίο προσχεδιάζει το θέµα του. Παραδέχεται ότι για την πραγµατοποίηση της φωτογραφίας έπρεπε να δηµοσιεύσει µία αγγελία ψάχνοντας για ένα πρόσωπο που θα µπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του. Επίσης, είχε ήδη κάνει το σχέδιο της φωτογραφίας. Όταν έλαβε τη φωτογραφία του Roland Fischer κατάλαβε ότι είχε βρει το κατάλληλο πρόσωπο. Για την πραγµατοποίηση της λήψης, ο µελισσοκόµος έπρεπε να µείνει ακίνητος έχοντας επάνω στο σώµα και στο κεφάλι του ζωντανές µέλισσες. Το αποτέλεσµα ήταν δύο φωτογραφίες, µία όπου, σύµφωνα µε τον Avedon, ο Fischer υπέφερε τα τσιµπήµατα των εντόµων και υπέµενε το µαρτύριο του σαν χριστιανός µάρτυρας και µία ακόµη όπου έµοιαζε να µην τον ενοχλεί το βασανιστήριό του, ανακαλώντας τη νιρβάνα των βουδιστών µοναχών3.
Οι φωτογραφίες εκτέθηκαν για πρώτη φορά επί τόπου. Ύστερα από µία λήψη µε τους µεταλλωρύχους του Colorado στην κοιλάδα του North Fork Valley, ο Avedon, θέλοντας να ευχαριστήσει τα µοντέλα του, τοποθέτησε τις φωτογραφίες τους στον εξωτερικό τοίχο των ορυχείων όπου δούλευαν. Γι’ αυτούς, το βλέµµα του φωτογράφου αποκάλυπτε διάφορες πτυχές της προσωπικότητάς τους και του τρόπου ζωής τους που δε γνώριζαν. Η ίδια αίσθηση αποκάλυψης κατέκλυζε τους θεατές, συµπεριλαµβανοµένων και µοντέλων που ο φωτογράφος είχε προσκαλέσει, όταν η έκθεση άνοιξε τις πύλες της στο Amon Carter Museum στο Forth Worth του Texas. Οι γιγαντιαίες διαστάσεις των τυπωµάτων έδιναν στις φωτογραφίες µία δύναµη ισοδύναµη µε αυτή των φωτογραφιών-κοινωνικών ντοκουµέντων και µία ψυχολογική διάσταση παρόµοια των πορτρέτων που είχε κάνει τα προηγούµενα χρόνια.
Ο Richard Avedon δεν ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε µε τη φωτογραφική απεικόνιση της αµερικανικής δύσης. Μετά τον Ά Παγκόσµιο Πόλεµο, η φωτογραφία αναζήτησε την ταυτότητα των Ηνωµένων Πολιτειών στους δρόµους. Ο Walker Evans και οι φωτογράφοι της « Photo League » αντιπροσωπεύουν τη στροφή της αµερικανικής φωτογραφίας στο ντοκιµαντέρ, που κορυφώνεται µε το έργο του Robert Frank «The Americans». Η ρεαλιστική προσέγγιση, η απεικόνιση της καθηµερινής ζωής και η προβολή του τοπίου ήταν οι κοινοί συντελεστές των παραπάνω φωτογραφιών, που συνιστούσαν ντοκουµέντα της σύγχρονης ζωής στις Ηνωµένες Πολιτείες. Ο Avedon µοιράζεται του παραπάνω προβληµατισµούς, ταυτόχρονα όµως διαφοροποιείται. Η πρόθεσή του ήταν να συνδυάσει το φωτορεπορτάζ µε το προσωπικό του όραµα. Η παρουσίαση της καθηµερινής ζωής συντελείται µε τους δικούς του όρους. Τα µοντέλα αποµακρύνονται από το πλαίσιό τους και παρουσιάζονται µπροστά στο γυµνό φόντο του στούντιο χωρίς κανένα γραφικό στολίδι. Με αυτόν τον τρόπο επεδίωξε ο φωτογράφος να σπάσει τα στερεότυπα που αφορούν στη ζωή της περιοχής και να µεταµορφώσει συνηθισµένους ανθρώπους σε φορείς της ιστορίας της δύσης.
Γι’ αυτόν η προσέγγιση της περιοχής µέσα από ανθρώπους και καταστάσεις που δε γνώριζε ήταν πρόκληση. Παραδέχεται ότι σε αυτήν την αποστολή φωτογράφισε ό,τι φοβόταν περισσότερο, τα γηρατειά, το θάνατο και την απελπισία της ζωής. Τα παράξενα µοντέλα του έχουν οµοιότητες µε αυτά της Diane Arbus, που επίσης έψαχνε τα θέµατά της ανάµεσα στους ανθρώπους του περιθωρίου, τους οποίους συνήθιζε να αποκαλεί τα «τέρατά» της. Αν και η Diane Arbus προσπαθούσε να γνωρίσει τα µοντέλα της, να µπει στον κόσµο τους και να γίνει κοµµάτι της ζωής τους, ο Avedon υιοθετoύσε το ρόλο του σκηνοθέτη και αναζητούσε µία στιλιστική προσέγγιση4. Γι’ αυτόν το στιλ ήταν µία µορφή πολιτικής έκφρασης. Άλλωστε και η απόφασή του να επιλέξει ως µοντέλα περιπλανώµενους, δραπέτες της ζωής, εργάτες ανικανοποίητους µε τη ζωή τους και τη δουλειά τους, αποτελεί µία κριτική του αµερικανικού ονείρου και της ειδυλλιακής ιδέας που υπάρχει για αυτήν την περιοχή.
Φωτογραφίες της σειράς «In the American West» µπορείτε να επισκεφθείτε το website του Ιδρύµατος Richard Avedon, www.richardavedon.com
1. Richard Avedon, Images de l’Ouest, Chêne, Paris 1986.
2. Jane Livingstone-Adam Gopnik, Evidence 1944-1994:Richard Avedon,Schirmer-Mosel, Munich 1994, p.44.
3. Maria Morris Hambourg-Mia Fineman, Richard Avedon Portraits, Harry N. Abrams Incorporated-The Metropolitan Museum of Art,New York 2002, n.p.
4. Suzan Weilley, “Avedon goes west”, Art News, March 1986, p.90.