english
«Δεν ήτο πλέον η ήρεμος κόρη με την γλυκείαν μορφήν, με την αφηρημένην ολίγον έκφρασιν. Ήτο η επαναστάτις γυνή, η μη αναγνωρίζουσα το δικαίωμα εις τους άλλους να κανονίζουν το μέλλον και τον βίον της σύμφωνα προς τα κοινωνικάς απαιτήσεις και τας εις νόμους μεταβληθείσας παραδόσεις και προλήψεις»
Καλλιρρόη Παρρέν, Η Χειραφετημένη [1]
He For She? Μια σύγχρονη φεμινιστική καμπάνια βγαλμένη από το 19ο αιώνα
Ανατρέχοντας στην ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, υπάρχουν σκονισμένες σελίδες για τις οποίες δεν γίνεται συχνά λόγος, καθότι δεν άλλαξαν καθοριστικά την πορεία των πραγμάτων. Όμως, βλέποντας πολλές από τις σημερινές εκφάνσεις του κινήματος, έχει νόημα να τις κοιτάξουμε προσεκτικά, για να κατανοήσουμε πόσα βήματα έχουν γίνει στην κατεύθυνση των ίσων δικαιωμάτων.
Ένα τέτοιο παράδειγμα οπισθδρομικής σκέψεις εκφράζει η καμπάνια HeForShe των Ηνωμένων Εθνών, που ζητάει από τους άντρες να πολεμήσουν τη γυναικεία καταπίεση. Δεν είναι ότι οι άντρες δεν έχουν θέση στο σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα· αλλά η παρουσίαση της καμπάνιας μέσα από ένα κείμενο που δεν αναφέρει καν το φεμινισμό [2], μας θυμίζει την πρώτη περίοδο του κινήματος, όταν οι γυναίκες ζητούσαν από τους άντρες να τους αναγνωρίσουν περιορισμένα δικαιώματα. Το logo της καμπάνιας, με το σύμβολο του αρσενικού να στηρίζει και να ολοκληρώνει το σύμβολο του θηλυκού, υπογραμμίζει αυτή την ανάγνωση. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της καμπάνιας, οι άντρες καλούνται να δουν τις γυναίκες ως ετεροκαθοριζόμενες σε σχέση με τους ίδιους, ως μητέρες και ως κόρες τους, και όχι ως ανεξάρτητους πολίτες με ίσα δικαιώματα. Και ενώ για το 19ο αιώνα αυτή η κατεύθυνση στο φεμινιστικό λόγο ήταν ο μόνος δρόμος –τον οποίο χρειαζόταν ομολογουμένως μεγάλη γενναιότητα να πάρει κανείς- μια τέτοια φεμινιστική προσέγγιση μέσα στον 21ο αιώνα φαίνεται στην καλύτερη περίπτωση αναχρονιστική –στη χειρότερη πατερναλιστική απέναντι στις γυναίκες που αγωνίζονται για ίσα δικαιώματα, συχνά υποφέροντας διπλή και τριπλή καταπίεση, λόγω του φύλου, της οικονομικής τους κατάστασης, της κοινωνικής τους τάξης, της σεξουαλικής τους κατεύθυνσης, της απόκλισής τους από το δίπολο αρσενικό-θηλυκό ή της καταγωγής τους. Η επιλογή της καθ' όλα προνομιούχας Emma Watson ως εκπροσώπου του κινήματος –μιας λευκής, νέας, όμορφης, πλούσιας, cis ηθοποιού- απομακρύνει την καμπάνια από την πολλαπλότητα του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος ακόμα περισσότερο, επιστρέφοντάς μας πολλά χρόνια πίσω, όταν ο φεμινισμός ήταν προνόμιο των γυναικών των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ιστορική αναδρομή στις αρχές του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα εμπλουτίζει τη γνώση και τη θεωρητική σκέψη για τη σημερινή πραγματικότητα.
Δουλειά και εκπαίδευση, όχι ψήφος! Οι πρώτες διεκδικήσεις
Κατά την πρώτη περίοδο του φεμινιστικού κινήματος, που διαρκεί από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γυναίκες δεν επιχείρησαν να ανατρέψουν τα στερεότυπα γύρω από τη διαφορετική «φύση» και τον «προορισμό» των δύο φύλων. Διεκδίκησαν όμως τα δικαιώματα που θεωρούσαν ότι «άρμοζαν στη φύση τους». Κατά την περίοδο αυτή, οι θέσεις των Ελληνίδων φεμινιστριών συνοψίζονται στη φράση «ισότητα στη διαφορά»[3].
Το κυριότερο όργανο της φεμινιστικής προπαγάνδας ήταν η Εφημερίδα των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν, που εκδιδόταν για τρεις δεκαετίες (1887-1907).[4] Μέσα στο έντυπο της γνωστής δημοσιογράφου και συγγραφέα συναντούμε τις κυριότερες θέσεις των φεμινιστριών, οι οποίες επεδίωκαν αρχικά να νομιμοποιήσουν τη στάση τους στα μάτια των ανδρών –για την πλειοψηφία των οποίων η χειραφέτηση της γυναίκας ταυτιζόταν με τον εξανδρισμό της– και έπειτα να κερδίσουν την ελευθερία τους βήμα προς βήμα. Γι’ αυτό υιοθέτησαν μια μετριοπαθή εκδοχή του φεμινισμού και ζητούσαν να αποκτήσουν «σχετικήν τινα ελευθερίαν […] μιαν χειραφέτησιν […] λογικήν, με μέτρον, ανάλογον προς την γυναικείαν φύσιν και την γυναικείαν ανατροφήν, η οποία στρεβλή και ελλιπής ως ήτο έως τότε, δεν είχε προετοιμάσει καταλλήλως την γυναίκα, δια τον αγώνα, όν εζήτει να αναλάβη» και δεν έκαναν λόγο «περί πολιτικής ψήφου της γυναικός» καθώς εκτιμούσαν ότι «μόνο μετά ένα αιώνα […] αι γυναίκες θα είναι εις κατάστασιν να λάβουν ευεργετικώτατα μέρος εις την πολιτικήν»[5]. Προσπαθούσαν δηλαδή να καθησυχάσουν τους φόβους των αντρών ότι θα κλονιζόταν η υπάρχουσα τάξη, ζητώντας σχετική ελευθερία και προβάλλοντας την ολοκλήρωση της χειραφέτησης σε ένα μακρινό και ακίνδυνο σημείο στο μέλλον.
Οι διεκδικήσεις των γυναικών κατά την πρώτη φάση του φεμινιστικού κινήματος εστίαζαν αποκλειστικά στην εκπαίδευση και την εργασία. Είχε γίνει εξ αρχής αντιληπτό από τις φεμινίστριες ότι το κοινωνικό […] σύστημα […] στηρίζεται επάνω σε δύο άνισους τροχούς: σ’ ένα μορφωμένο, ελεύθερο άντρα και σε μια αμόρφωτη, ανελεύθερη γυναίκα»[6], δηλαδή ότι η ελευθερία ήταν στενά συνυφασμένη με τη μόρφωση και ότι εξαρτιόταν άμεσα από αυτή. Έτσι, ξεκίνησαν τους αγώνες τους διεκδικώντας πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα και μόρφωση επί ίσοις όροις με τους άντρες, προσβλέποντας στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου των γυναικών και στη βελτίωση των επαγγελματικών προοπτικών τους. Η διεύρυνση των επαγγελματικών οριζόντων ήταν άμεσα συνυφασμένη με την χειραφέτηση, καθώς μια γυναίκα οικονομικά ανεξάρτητη μπορούσε να ορίζει σε σημαντικό βαθμό την προσωπική της ζωή.
She For He? Εθνικιστικές αποχρώσεις και η ιερή μητέρα
Προκειμένου να ριζώσει η φεμινιστική προπαγάνδα, οι γυναίκες προέβαλλαν τις διεκδικήσεις τους ως ωφέλιμες για το κοινωνικό σύνολο. Παρουσίαζαν τη χειραφέτησή τους ως παράγοντα πνευματικής και ηθικής ανάτασης του άντρα. Για παράδειγμα, μπορούμε να δούμε το ποίημα του Κωστή Παλαμά από την εποχή εκείνη που υπογραμμίζει αυτή τη θέση:
Χαίρε! Γυναίκα εσύ! Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα,
Να η ώρα σου! Τα ωραία φτερά δυνάμωσε και ανέβα,
Και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι η σκλάβα,
Προς τη μελλόμενη άγια γη προτήτερα εσύ τράβα,
Κ’ ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα,
Κ’ ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα,
Και πλάσε την πρωτόπλαστην, ω αγάπη εσύ, αρμονία
Εσύ, ομορφιά, σοφία εσύ, πειθώ και παρθενία!»[7].
Στο ποίημα αυτό η γυναίκα παρουσιάζεται ως σύμβολο ομορφιάς και αγνότητας, που θα δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο για τον άντρα. Για έναν ποιητή της γενιάς εκείνης, σίγουρα οι απόψεις αυτές ήταν φεμινιστικές και ρηξικέλευθες. Στη σύγχρονη εποχή, η ισχυρή ακόμα αντίληψη της γυναίκας-μητέρας-παρθένας βρίσκεται στη βάση της καταπίεσης.
Επιπλέον, την εποχή εκείνη, η «ελεύθερη γυναίκα» παρουσιάζεται ως «μήτρα μιας γενιάς μεγάλης, δημιουργικής»[8], δηλαδή ως απαραίτητη προϋπόθεση για το όραμα καλύτερων μελλοντικών γενεών. Η «μήτρα» είναι η λέξη-κλειδί για τις φεμινίστριες, που ζητούνε καλύτερη εκπαίδευση και ίσα δικαιώματα στο όνομα της μητρότητας.
Η χρονική συγκυρία το ευνοούσε όσο ποτέ άλλοτε. Ο πόλεμος του 1897 αναζωπύρωσε τον ελληνικό εθνικισμό και έδωσε νέα πνοή στη Μεγάλη Ιδέα, που από την ίδρυση του ελληνικού κράτους αποτελούσε την κυρίαρχη ιδεολογία στην πολιτική ζωή. Η υλοποίηση του οράματος της επέκτασης της ελληνικής επικράτειας στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου ήταν έντονη η παρουσία του ελληνικού στοιχείου απαιτούσε και την συμβολή των γυναικών, που θα μεγάλωναν τα παιδιά, το μέλλον του έθνους. Έτσι, η μητρότητα φορτίστηκε ιδεολογικά, γεγονός που επέδρασε κατασταλτικά στους ενδοιασμούς όσων αντιτίθεντο στην μόρφωση των γυναικών και στην ανάληψη από αυτές ενός πιο ενεργού κοινωνικού ρόλου. Επιπλέον, η ανάγκη να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την προσάρτηση των εδαφών με ελληνόφωνο πληθυσμό επιφόρτιζε τις δασκάλες με ένα σημαντικότατο έργο: την διδασκαλία των ελληνικών στις «αλύτρωτες» περιοχές[9]. Η ανάθεση στις γυναίκες ενός τόσο σπουδαίου έργου τις έδινε την αυτοπεποίθηση ότι ήταν τα υποκείμενα της πολιτικής ιστορίας και τις παρακινούσε για ακόμα σημαντικότερες διεκδικήσεις.
Από την άλλη όμως, ο ενστερνισμός των εθνικιστικών ιδεωδών από τους φεμινιστικούς κύκλους είχε ως αποτέλεσμα να αμβλυνθεί η δυναμικότητα των διεκδικήσεών τους. Έτσι, οι φεμινιστικοί σύνδεσμοι των αρχών του αιώνα γρήγορα στράφηκαν στη φιλανθρωπική δράση και απομακρύνθηκαν από τους αρχικούς τους στόχους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Λύκειο Ελληνίδων, που ενώ ιδρύθηκε το 1911 με σκοπό την «εξυπηρέτησιν της προόδου του φύλου των [γυναικών]»[10], προσανατολίστηκε εξ αρχής στην ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού και εγκλωβίστηκε σε εθνικιστικά ιδεώδη[11], εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή του κατά τη διάρκεια των πολιτικών κλυδωνισμών των επερχόμενων δεκαετιών. Παράλληλα, η υπέρμετρη προβολή του κεντρικού ρόλου της γυναίκας στην οικογένεια την εγκλώβιζε στα στερεότυπα του 19ου αιώνα, ενώ η παραδοχή των επιφανέστερων φεμινιστριών, όπως της Παρρέν, ότι δεν ήταν έτοιμες να ασκήσουν πολιτικά δικαιώματα[12] αποτελούσε ουσιαστικά συναίνεση στον κοινωνικό τους υποβιβασμό.
Εμπόδια στο δρόμο προς την κάλπη: Κωλυσιεργίες, αφορισμοί, αδιαφορία
Αν και τα αιτήματα της πρώτης φάσης του φεμινιστικού κινήματος είχαν ξεθωριάσει μέχρι την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε εθνικιστικά ιδεώδη, ο δρόμος για τη χειραφέτηση είχε ανοίξει: ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης και της μισθωτής εργασίας είχε πάψει να μονοπωλείται από τους άντρες. Αυτό οφειλόταν στην ανάγκη για φθηνό εργατικό δυναμικό αλλά και στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου οι γυναίκες είχαν αναλάβει δυναμικό ρόλο ως νοσοκόμες και εργάτριες. Έτσι, όταν το κίνημα αναβίωσε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και την εργασία θεωρούνταν πλέον αυτονόητες διεκδικήσεις –αλλά όχι ακόμα κεκτημένα δικαιώματα– γι’ αυτό η μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στον αγώνα για την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι γυναικείες οργανώσεις του Μεσοπολέμου συμφωνούσαν ως προς το στόχο, αλλά διαφωνούσαν ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα δινόταν αυτός ο αγώνας. Έτσι, το χάσμα ανάμεσα στις γυναίκες που ασπάζονταν τις συντηρητικές ή τις ριζοσπαστικές θέσεις –και εκφράζονταν από το Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων και το Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναικός αντίστοιχα– μετατράπηκε σταδιακά σε οριστική ρήξη. Οι πρώτες δέχονταν την απονομή του δικαιώματος της ψήφου σε μερίδα μόνο των γυναικών, που πληρούσαν συγκεκριμένα κοινωνικά και μορφωτικά κριτήρια, ενώ οι δεύτερες διεκδικούσαν την ψήφο για όλες τις γυναίκες. Εκτός από τις δύο προαναφερθείσες τάσεις, των οποίων οι διαφωνίες επεκτείνονταν και σε άλλες διεκδικήσεις, υπήρχε και μια τρίτη, των γυναικών που ασπάζονταν τις σοσιαλιστικές θεωρίες και αγωνίζονταν για την διάδοσή τους· αυτές συνδέουν τον γυναικείο με τον κοινωνικό αγώνα, αναβάλλοντας το ζήτημα της ισότητας μετά την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας[13].
Παρά τις διαμάχες, οι φεμινίστριες του Μεσοπολέμου κατάφεραν να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη, επιδιώκοντας παράλληλα με τη συγγραφική τους δραστηριότητα να οργανώνουν συνέδρια ενημέρωσης μιας ευρύτερης μερίδας του κοινού γύρω από το θέμα της γυναικείας ψήφου και δημόσιες συγκεντρώσεις για δυναμικότερη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Τελικά δόθηκε το δικαίωμα ψήφου σε μια περιορισμένη μερίδα γυναικών στις δημοτικές εκλογές του 1934.[14] Όμως από τη μία η παρεμπόδιση των γυναικών που επιθυμούσαν να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους από τοπικούς παράγοντες που κωλυσιεργούσαν σκόπιμα, ιερείς που απειλούσαν με αφορισμό, συζύγους που το απαγόρευαν και από την άλλη η έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλειοψηφία των γυναικών είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στις κάλπες μονάχα λίγες εκατοντάδες.[15]
Η αδιαφορία των ίδιων των γυναικών παρείχε ένα ακόμα επιχείρημα στους πολεμίους της γυναικείας χειραφέτησης, που ενισχύθηκαν με την εξάπλωση των φασιστικών ιδεωδών την εποχή του Μεσοπολέμου. Οι φεμινίστριες για μια ακόμη φορά έβρισκαν ένα αδιαπέραστο φράγμα στο δρόμο τους για κατάκτηση της κοινωνικής και πολιτικής ισότητας, κάτι που απονεύρωσε τις προσπάθειές τους. Τελικά δεν ήταν ο αγώνας τους ο καταλύτης που έφερε μεταπολεμικά την αλλαγή, αλλά η κύρωση μιας απόφασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία υποχρέωνε την Ελλάδα να παραχωρήσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες. Με το νόμο 2159 του 1952 οι γυναίκες κατοχύρωναν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, η άσκησή του όμως αναστελλόταν μέχρι τις επόμενες εκλογές (1956).
Συλλογικότητα και ατομικές διεκδικήσεις
Το ατελέσφορο του αγώνα ίσως να έχει άμεση σχέση με το ότι ο φεμινισμός, τόσο στην πρώτη φάση όσο και στη δεύτερη, απέτυχε να γίνει ένα μαζικό κίνημα. Σε όλη τη διάρκειά του παρέμεινε ένα κίνημα των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και οι διεκδικήσεις του αφορούσαν πρωτίστως τις γυναίκες των τάξεων αυτών. Οι γυναίκες των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη εκπλήρωσης των φεμινιστικών αιτημάτων, καθώς από αυτήν εξαρτιόταν άμεσα η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, εξαντλούσαν όλες τους τις δυνάμεις στον αγώνα της επιβίωσης και δεν είχαν ούτε την απαραίτητη μόρφωση για πολιτικούς ελιγμούς ούτε τη δυνατότητα να συνασπίσουν ομάδες πίεσης προς την εξουσία.
Ακόμα όμως και για τις γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα αυτή, δεν ήταν πάντα εύκολο να έχουν κάποιο αποτέλεσμα οι συλλογικές διεκδικήσεις τους. Είναι ενδεικτικό ότι ένα από τα βασικά αιτήματα των φεμινιστριών, η φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο, υλοποιήθηκε τελικά χάρη σε ατομικές πιέσεις προς την εξουσία και όχι χάρη σε συλλογική προσπάθεια.[16] Αυτό δείχνει ότι τελικά ο φεμινισμός στην Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ τον απαραίτητο δυναμισμό για να επιβάλει τα αιτήματά του και οι γυναίκες που είχαν την ανάγκη να βρουν άμεσα κάποιες λύσεις στα αδιέξοδά τους έπρεπε να αγωνιστούν μόνες τους για να το επιτύχουν.
Σημειώσεις:
[1] Καλλιρόη Παρρέν, Η χειραφετημένη, Αθήνα 1900, σ.10.
[2] Βλ. UN News Centre Website: “On the eve of International Women’s Day, the United Nations has launched the “He for She” campaign urging men to stand up for the rights of their mothers, sisters and daughters” http://www.un.org/apps/news/story.asp?NewsID=47301#.Vypn3EeaGAU
[3] Ε. Αβδελά, «Οι γυναίκες, κοινωνικό ζήτημα», Χατζηιωσήφ Χ. (επιμέλεια), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Ο μεσοπόλεμος (τ.Β1), Αθήνα 2002 σ.338.
[4] Η έμπνευση για την έκδοση και το περιεχόμενο του εντύπου, πρέπει να προήλθε από ανάλογα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως το Journal des desmoiselles και το English Woman’s Journal, που εκδίδονταν στη Γαλλία και την Αγγλία αντίστοιχα ήδη από τη δεκαετία του 1850 και δημοσίευαν θέματα για τα δικαιώματα των γυναικών, τη γυναικεία εργασία, το γάμο, τη φιλανθρωπία, την τέχνη, καθώς και ποιήματα και διηγήματα. Για τα έντυπα αυτά βλ. και Reina Lewis, Reina Lewis, Gendering Orientalism, Race, Feminity and Representation, London 1996, σσ.96- 97.
[5] Παρρέν, ό.π., σ.45: Στο βιβλίο αυτό η παρρενική ηρωίδα, η Μαρία Μύρτου, προβάλλεται από τη συγγραφέα ως το πρότυπο της χειραφετημένης γυναίκας, με ιδέες που συνοψίζουν την ιδεολογία της συγγραφέα περί γυναικείας χειραφέτησης: Η ηρωίδα είναι μια ζωγράφος ανεξάρτητη, αυτάρκης και υπέρμαχος μιας μετριοπαθούς εκδοχής του φεμινισμού· μετά το γάμο της, υποτάσσεται ως ένα βαθμό στη θέληση του συζύγου της, αλλά όχι χωρίς να προβάλει αντιστάσεις. Όταν βλέπει την ελευθερία της να απειλείται και την προσωπικότητά της να καταπιέζεται από αυτόν, επιλέγει να φύγει μακριά του και να αναλάβει μόνη της την ανατροφή του παιδιού που πρόκειται να φέρει στον κόσμο. Δεν έρχεται λοιπόν σε σύγκρουση με το σύστημα –αφού δε νοείται να βιώσει τον έρωτα έξω από το γάμο, να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της, να έρθει σε διαμάχη με τον άντρα της και την οικογένειά του και να απαιτήσει το σεβασμό τους, αντλώντας επιχειρήματα από τις φεμινιστικές θεωρίες, τις οποίες κατέχει– αλλά φεύγει από αυτό, προς ένα άλλο όπου η γυναίκα απολαμβάνει μεγαλύτερη ελευθερία (την Αμερική).
[6] Α. Γαϊτάνου-Γιαννιού, «Είνε ελεύθερη η γυναίκα;», Ε. Σβορώνου., Μικρασιατικόν Ημερολόγιον του Έτους 1917, Σάμος 1917, σ.154.
[7] Κωστής Παλαμάς, «Η γυναίκα», Εφημερίς των Κυριών, αρ.794, 23-5-1904, σ.3. Η υπογράμμιση δική μου. Η φιλογυνική στάση του Παλαμά είχε ως αποτέλεσμα να δημοσιεύονται συχνά οι απόψεις του και τα ποιήματά του στην Εφημερίδα των Κυριών.
[8] Α. Γαϊτάνου-Γιαννιού, ό.π., σ.160.
[9] Βαρίκα, σ.183.
[10] «Περί εγκρίσεως του Καταστατικού του Λυκείου των Ελληνίδων», Φ.Ε.Κ. αρ.51, 19-2-1911.
[11] Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Μια ανθολογία, Αθήνα 1985, σσ.45-46.
[12] Καλλιρρόη Παρρέν, «Διατί δεν ζητώ ψήφον», Εφημερίς των Κυριών, αρ.988, 1-6-1910, σ.1.
[13] Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρά, ό.π., σ.48
[14] Οι γυναίκες ψηφοφόροι έπρεπε να έχουν κλείσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και να είναι εγγράμματες, προϋπόθεση που πληρούσαν μόνο οι τρεις στις δέκα γυναίκες άνω των τριάντα.
[15] Έφη Αβδελά, Αγγέλικα Ψαρά, ό.π., σσ.70-71
[16] Σταυρούλα Καραστεργίου-Ζιώγου, Γυναίκες και ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα, Οι πρώτες φοιτήτριες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1890-1920, Θεσσαλονίκη 1988, σ.40.