english
Έχασα το κράτημά μου από το βράχο και άρχισα να πέφτω με την πλάτη, αργά για δύο δευτερόλεπτα, όλο και πιο γρήγορα μετά. Θυμάμαι τα πάντα, όλη την πορεία. Η μνήμη μου έχει κρατήσει κάθε λεπτομέρεια φακελωμένη και σφραγισμένη.
Ένα-δύο-τρία-τέσσερα! Θυμάμαι ότι αυτά τα πρώτα τέσσερα δευτερόλεπτα απλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τα είχα πάρει με τη μοίρα μου, νευριασμένος που μου χαλούσε το τρελό μου σχέδιο να φτάσω στην παραλία κατεβαίνοντας την κακοτράχαλη πλαγιά ενός πολύ απότομου βράχου.
Πέντε! Στο πέμπτο δευτερόλεπτο ήδη πήγαινα πολύ γρήγορα.
Έξι-Εφτά-Οκτώ! Μπορούσα μονάχα να δω το κενό στην άκρη του βράχου περίπου τριάντα μέτρα μακριά και ήξερα ότι σε λίγο θα πέθαινα.
Εννιά-Δέκα: Αυτό που δεν μπορούσα να δω, όμως, ήταν το δεύτερο μέρος του βράχου. Είχε καταρρεύσει -ίσως από κάποιον σεισμό- κάτω από το πρώτο μέρος που είχα μόλις διανύσει.
Έντεκα! Καθώς προσγειωνόμουν με τον πισινό σε αυτό το δεύτερο μέρος του βράχου, υπήρχε ένα σύντομο κλάσμα του δευτερολέπτου μέσα στο ενδέκατο δευτερόλεπτο ανακούφισης και ελπίδας.
Δώδεκα-Δεκατρία-Δεκατέσσερα! Αρχίζω να πέφτω πάλι, αυτή τη φορά πολύ γρήγορα. Μια φωνή μέσα μου φώναξε “Θεέ μου!”, αλλά είχα το χρόνο και τη διαύγεια για να θυμίσω στον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στο Θεό. Δεν μπορούσα να βασίζομαι σε αυτόν, οπότε πήρα πίσω την προσευχή μου.
Δεκαπέντε-Δεκαέξι! Τώρα νιώθω τις παλάμες μου να καίνε, αρχίζουν να ανοίγουν τρύπες πάνω τους. Αλλά βάζω όλη μου τη δύναμη να κρατήσω τα χέρια μου στην επιφάνεια του βράχου, και κάνω το ίδιο με τον πισινό και την πλάτη μου, που έκαιγαν επίσης.
Δεκαεφτά! Είδα την άκρη του βράχου πάλι, και ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο να πεθάνω. Ρίσκαρα μια ματιά προς το τοπίο τριγύρω μου, νιώθοντας απέραντη θλίψη και στεναχώρια που θα πέθαινα προτού μπορέσω να θαυμάσω πλήρως την ομορφιά του.
Δεκαοκτώ! Πρέπει να έπεφτα κυλώντας σε αυτό το σημείο, γιατί έχω κάποιες αναλαμπές ανακατεμένων εικόνων βράχου/ουρανού/βράχου και μετά, ξαφνικά, ένα μικρό δέντρο στα αριστερά.
Στο Δεκαεννιά ήρθε η βίαιη πρόσκρουση. Έπεσα πάνω στο δέντρο, χτυπώντας το πρώτα με το σαγόνι μου και μετά με το μέτωπό μου. Υπήρχε ένα μαύρο πλαίσιο, και μετά τα μάτια μου ξανάνοιξαν. Έβλεπα τον ουρανό να γίνεται γκρίζος και να συννεφιάζει από πάνω μου. Το τζιν μου είχε ξεσκιστεί εντελώς, και υπήρχαν αίματα παντού, αλλά δεν το ήξερα ακόμη. Όμως αντιλήφθηκα αμέσως ότι ήμουν ακόμα ζωντανός και ότι θα έβρεχε. Η αλλαγή του καιρού φαινόταν παράξενη, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη μέρα, Δευτέρα, πρώτη Ιουνίου του 2010 είχε ήλιο. Ήμουν πολύ κουρασμένος και διψασμένος, αλλά και ευγνώμων για την παρουσία του δέντρου. Αν ήταν ποτέ να έχουμε θρησκευτικό αίσθημα, θα έπρεπε να είναι μονάχα για τα δέντρα, καθώς απ' ότι φαίνεται είναι τα μόνα άγια πλάσματα που μας περιβάλλουν.
Ανακτώντας τις αισθήσεις μου, άρχισα να σκέφτομαι το Blackberry μου και αναρωτήθηκα αν είχε μείνει άθικτο.
“Θα μπορούσα να βγάλω μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και να τις βάλω στο Facebook, σκέφτηκα, καθώς προσπαθούσα να φτάσω τις τσέπες που βρίσκονταν στο πίσω μέρος του Levi's μου. Δεν ήταν εκεί: όλο το πίσω μέρος του παντελονιού μου είχε φύγει. Ευτυχώς, το Blackberry ήταν άθικτο, χωμένο σε μια μικρή τσάντα της American Apparel που ακόμα κρεμόταν από τους ώμους μου. Όμως είδα ότι δεν μπορούσα να το χρησιμοποιήσω ούτως ή άλλως: τα χέρια μου ήταν γεμάτα αίματα. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκα, αλλά τότε άρχισε να βρέχει. Έστρεψα τις παλάμες μου προς τους ουρανούς ώστε η βροχή να ξεπλύνει το αίμα και άνοιξα το στόμα μου προσπαθώντας να πιω λίγο νερό. Κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτή η βροχή με χαλάρωσε και με έκανε να αισθανθώ πολύ χαρούμενος για όλα όσα μου είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή -ακόμα και για την πτώση μου. Κατάλαβα ότι το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι να μείνει κανείς ζωντανός και ότι θα έπρεπε να βγω από την ευδαιμονία μου και να φύγω από εκεί. Πώς περπάτησα το υπόλοιπο του δρόμου μέχρι την παραλία; Πώς έγινε και δεν έπεσα; Δε θυμάμαι.